- βρίζω
- Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους.
* * *(I)υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βρίζω, με σίγηση του αρχικού άτονου i (υ-)πρβλ. υψηλός > ψηλός, ημέρα > μέρα κ.λπ. < αρχ. υβρίζω* < ύβρις.ΠΑΡ. βριξιά, βρισιά, βρισίδι, βρίσιμο].————————(II)βρίζω (Α)1. νυστάζω2. κοιμάμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανώς συνδέεται με το βρι- του βρίθω «είμαι γεμάτος, είμαι βαρύς» (πρβλ. somnogravatus βαρύς από τον ύπνο»). Επίσης δεν είναι βέβαιη η ποσότητα (μακρότητα ή βραχύτητα) του -ι- του βρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.